υφαίνομαι

υφαίνομαι
υφαίνομαι, υφάνθηκα, υφασμένος βλ. πίν. 46

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αγανεύω — [αγανός] 1. κάνω κάτι αγανό, χαλαρό, χαλαρώνω, ξεσφίγγω 2. (για ύφανση) υφαίνω ή πλέκω αγανά, αραιά και όχι κρουστά 3. γίνομαι αραιός, χαλαρός, πλέκομαι ή υφαίνομαι αραιά 4. καταπραΰνω τον θυμό μου, ηρεμώ …   Dictionary of Greek

  • ενιστουργούμαι — ἐνιστουργοῡμαι, έομαι (Μ) υφαίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + ιστουργός «υφαντουργός»] …   Dictionary of Greek

  • κατυφαίνομαι — (Μ) στολίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑφαίνομαι, χωρίς δάσυνση] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”